οχλαγωγικός

οχλαγωγικός
-ή, -ό
αυτός που γίνεται με οχλαγωγία, θορυβώδης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οχλαγωγικός — ή, ὁ (Α ὀχλαγωγικός, ή, όν) [οχλαγωγός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχλαγωγία, θορυβώδης 2. αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται από οχλαγωγία 3. δημαγωγικός, στασιαστικός αρχ. 1. αυτός που προσελκύει και παρασύρει τον λαό με σκοπό… …   Dictionary of Greek

  • ὀχλαγωγικήν — ὀχλαγωγικός quackish fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”